- τεύτλο
- τοκοκκινογούλι, παντζάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεύτλο — το / τεῡτλον ΝΑ, και μτγν. απ. τ. σεῡτλον Α καθεμία από τις καλλιεργούμενες μορφές τού είδους Beta vulgaris ή Beta maritima, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος βέτα ή μπέτα τής οικογένειας χηνοποδιίδες, που … Dictionary of Greek
Rübe (Art) — Rübe Zuckerrübe (Beta vulgaris subsp. vulgaris, Altissima Gruppe) Systematik Kerneudikotyledonen … Deutsch Wikipedia
ζαχαρότευτλο — Ποώδες φυτό, της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ποικιλία του παντζαριού (τεύτλου). Η επιστημονική ονομασία του είναι βέτα η ζαχαροφόρα. Βλ. λ. τεύτλο. * * * το βοτ. το φυτό «τεύτλον το σακχαροφόρον», από το οποίο παράγεται ζάχαρη … Dictionary of Greek
θετίνες — οι (βιοχ.) μεθυλιωτικοί παράγοντες που είναι άφθονοι στα θαλάσσια φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thetin, τ. που προέκυψε από τη σύντμηση τής γραφής τού χημ. όρου thio betaine που είναι νόθο σύνθ. < thio (πρβλ. θείο(ΙΙ) … Dictionary of Greek
καππαρόριζον — καππαρόριζον, τὸ (Μ) η ρίζα τού φυτού κάππαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάππαρις + ριζον (ουδ. τού ριζος, συν. ρρίζος < ρίζα), πρβλ. μελανό ρρι ζον, τευτλό ρριζον] … Dictionary of Greek
κοκκινογούλι — το κοινή ονομασία τού εδώδιμου φυτού τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. παντζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινο + γουλί «βλαστάρι, κοτσάνι»] … Dictionary of Greek
κοκκόριζον — κοκκόριζον, τό (Μ) ονομασία θεραπευτικού βοτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + (ρ)ριζον (< ῥίζα), πρβλ. μελανό ρριζον, τευτλό ρριζον] … Dictionary of Greek
μωσαϊκό — I Βλ. λ. ψηφιδωτό. Ο ιός του μωσαϊκού του καπνού, φωτογραφημένος με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. II (Βοτ.). Μια πάθηση των φυτών που προκαλείται από διάφορους ιούς. Συνήθως εκδηλώνεται με κατά ζώνες κιτρίνισμα των φύλλων εξαιτίας αλλοιωμένου… … Dictionary of Greek
παντζάρι — το 1. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. κοκκινογούλι 2. φρ. «έγινε κόκκινος σαν το παντζάρι» ή «κοκκίνισε σαν παντζάρι» έγινε κατακόκκινος, συν. από ντροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pancar] … Dictionary of Greek
σακχαρότευτλο — το, Ν το ζαχαρότευτλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρις + τεύτλο. Η λ., στον πληθ. σακχαρότευτλα, μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο] … Dictionary of Greek